ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΟΥ
ΓΡΑΦΟΜΑΝΗΣ
Κατέβηκα στη πλατεία της Διχόνοιας.
Με τι; Με τη στιγμή της αλήθειας.
«Με την αλήθεια μόνο ομόνοια δε σκορπάς .! »
Μπήκα στο γνωστό βιβλιοπωλείο
και αγόρασα μια αποστειρωμένη πένα.
-Για χρήση, είναι οι μαύρες πένες, μου είπε η πωλήτρια.
Χρόνια τώρα ˙ που κάνω χρήση,
κάθε φορά μου επαναλαμβάνει την ίδια φράση.
Το μυαλό της , αφωταγώγητο για χρόνια ,πίσω από το παμπάλαιο θεοσκότεινο πάγκο, ζει κατασπαραγμένο από τη λήθη.
Γι΄ αυτό τη συμπαθώ.
Κίνησα για την Αναζήτηση, εκεί έβρισκα τη δόση μου.
Τη μελανίνη*.
-Σωκράτη, δώσε μου μια δόση μελανίνη , είπα.
-Από μελάνι; αστειεύτηκε ο Σωκράτης.
-Ναι , από μελάνι, του απάντησα εγώ.
-Κόκκινο, μπλε ή μαύρο; με ρώτησε.
- Μαύρο ,αφού ξέρεις, το κόκκινο και το μπλε είναι για τους νέους χρήστες , του απάντησα.
Γέμισα τη πένα με μελάνι , βρήκα τη πιο κενή φλέβα και τρυπήθηκα.
Μέσα σε λίγα λεπτά ˙ αφέθηκα ολοκληρωτικά ,
στη πλάνη ˙ της γραφής .
Το πρωί ˙ με βρήκανε μελανιασμένη .Με στείλανε στα αζήτητα ˙
- αγνοούμενη πλέον- των σιωπηρών μου στίχων .
Το άδειο μου κουφάρι ˙ ήταν πεταμένο μαζί με τα αλλά
κι η ψυχή μου ,
λυτρωμένη – τώρα πια- συναναστρεφόταν
– γεμάτη γόητρο- με τον κόσμο της γνώσης
και εν συνεχεία της αθανασίας.
* Μελανίνη: μεταφορικώς όπως η ηρωίνη: ουσία εξάρτησης.
ΘΑΝΑΤΕ
Απελπισία ,
μούσα της έμπνευσης.
Το ζήτημα δεν είναι αν θα βρεις την πηγή,
αλλά αν το νερό της σε δροσίσει ή σε κάψει.
Θάνατε !
Αγενέστατε!
Έρχεσαι πάντα ακάλεστος.
Μα ακόμα και αν σε καλέσουν
έρχεσαι λάθος ώρα.
Το ξέρουν όσοι μένουν πίσω.!
Έλα θάνατε ,
να παίξουμε ένα παιχνίδι εξουσίας!
Με τη θλίψη, κινδυνεύω,
με το θρήνο λαχταρώ,
μα με τη σιωπή μου , μπλοφάρω.
Μα με την ανάμνηση τα κάνω όλα.
Έχω για εξουσία την πένα μου
και σε διαγράφω όποτε θέλω εγώ.
Σε μηδενίζω και δεν με κερδίζεις ποτέ!
ΕΓΩ , Μ΄ ΕΜΕΝΑ
Τα δυο μου μισά .
Η ψυχή κι η λογική.
Δε μπορώ να διαλέξω
ανάμεσα σ΄ εμένα και σ΄ εμένα.
Διχάζομαι.
Είμαι εγώ ανάμεσα μου.
Είμαι εγώ μέσα μου.
Ζω και υπάρχω από μένα.
Τι κι αν έχω πάψει να με θέλω,
με μένα θα ζω ,
Για όσο κρατήσει.
Διχάζομαι.
Ανάμεσα σε μια ψυχή
και ένα σώμα.
Μα είμαι εγώ
και κανένας άλλος.
Έχω να κάνω με μένα .
Ξέρεις πόσο επίπονο
είναι αυτό;
Είναι γλυκός ο πόνος ηδονικός.
Εκπλήσσομαι.
Είμαι εγώ με μένα.
Είμαι εγώ.
Είμαι οι παρεμβάσεις μου.
Είμαι εγώ.
Εσύ ποιος είσαι λοιπόν;
Είσαι εσύ;
Και το ένα .
Εγώ !!
Ένα !
Ένα και μοναδικό.
Όμηρος στο ίδιο μου το σώμα.
Το σώμα ,
που πρέπει να ζήσει
και στο σώμα που πρέπει
να πεθάνει.
ΣΙΩΠΗ, ΣΙΩΠΗ, ΣΙΩΠΗ
Ήταν κι αυτό το ανελέητο τρυφερό χάδι
που συνεπήρε ολόκληρο το κορμί μου.
Έγειρες ανάλαφρα πάνω μου
και περίπλεξες τη δύση με την ανατολή.
Με έκανες να παραληρήσω στον απέραντο
κόσμο της ευφορίας και της ικανοποίησης.
Κι έπειτα τόση ηδονή.
Και μετά,
σιωπή, σιωπή, σιωπή.
Η υποβλητική σου ομορφιά, με καθήλωσε
και τάραξε ολόκληρη την ύπαρξη μου.
Η αρχιτεκτονική του κορμιού σου,
διέγειρε τις νεκρές φαντασιώσεις μου.
Κι όλα αυτά στο πέρασμα της νυκτός ,
αρχίζουν να αμφιβάλουν για το αύριο.
Κι έπειτα τόση ερημιά.
Και μετά,
σιωπή, σιωπή, σιωπή.
ΕΙΝΑΙ ΥΓΡΟ ΤΟ ΧΩΜΑ
Είναι υγρό το χώμα,
υγρό και μαλακό.
Δε σ΄ αφήνει να ριζώσεις.
Εδώ σε τούτον το τόπο,
είναι υγρό το χώμα,
άκαρπο.
Είναι υγρό το χώμα,
σάπιο,
μη φυτέψεις .
Εδώ δεν επιβιώνει η ζωή,
είναι γεμάτο σαπίλα .
Σε σακατεύει ο καιρός και σου
θρυμματίζει τα κόκαλα.
Είναι υγρό το χώμα ,
υγρές κι οι αναμνήσεις.
Ανούσιες , ανάξιες ,
γεμάτες οδύνη,
κακορίζικες και πένθιμες.
Είναι υγρό το χώμα.
Υγρό και μαλακό.
Γεμάτο θλίψη και πόνο.
Κι όσο το πατείς βουλιάζεις.
Βουλιάζεις…
βουλιάζεις…
-ως το αγεφύρωτο τέλος.-
ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
Των αγγέλων το βαλς,
η κόψη της θλίψης,
δροσιά στο καύσωνα της μελαγχολικής Κυριακής.
Το λίκνισμα τους ,
αέρινες κινήσεις,
που περιπλέκουν,
το όνειρο με την πραγματικότητα.
Των αγγέλων οι όρκοι ,
παράλληλη σιωπή,
που δεν κοντεύει ֹ ξεμακραίνει.
Των αγγέλων η νιότη,
βαθιά κι απέραντη μελωδία ,
στην αιώνια άυλη φυλακή ,
της απραξίας.
Των αγγέλων οι λαλιές ,
αμέθυστα παιδιά και αβασάνιστα.
Τα δικά μου παιδιά,
τα δικά σου παιδιά,
τα παιδιά μας.
Παιδιά που θα ανακουφίσουν τις τελευταίες μας στιγμές,
που θα γαληνέψουν
την τελευταία μας αναπνοή.
Των αγγέλων το χάδι ,
αντανάκλαση φωτός ,
στη βία και στον θυμό.
Των αγγέλων τα φτερά,
δεν είναι χάρτινα καραβάκια στο άδοξο,
είναι άοπλοι ερωτευμένοι ,
ενωμένοι στο ανεξάντλητο πάθος της μοίρας .
ΑΒΥΘΙΣΤΗ
Ένιωθα το κύμα της θάλασσας ,
να πνίγει τα αισθήματα μου.
Πίνω τις αναμνήσεις μας σα δροσερό νερό ,
μα δεν ξεδιψώ.
-Δεν πρόκειται να ξεδιψάσω. -
Άφθονο το δάκρυ και γόνιμες οι σκέψεις των αναμνήσεων
- ακμαίες ,σθεναρές, αμέτρητες, ανεξίτηλες -
κι εγώ περίσσια ανάμεσα τους ,
περιφέρομαι άσκοπα.
Ο φόβος με κυρίευσε για λίγο ,
- σαματατζής μεγάλος ο άτιμος,
κι εγώ ˙ αντάξια του –
τον ατίμασα όμως ,
με το διακαή πόθο μου για σένα.
Μα δε μερίμνησα
-πως επρόκειτο για όνειρο απατηλό ο γυρισμός σου -
και εμειν΄ αφηνιασμένη
μες στην ασίγαστη επιθυμία μου για σένα.
Βρέθηκα στην εξάρτηση
σ ΄ εσένα υποταγμένη ,
-μα εσύ έφυγες ανεπιστρεπτί. -
Μα έπειτα κατάλαβα τι κίνδυνο διατρέχω ,
-να ζήσω μες στην έμμονη
εσύ πως θα γυρίσεις.-
Έτσι λοιπόν,
- σ΄ εκκένωσα για πάντα απ ΄το μυαλό μου-
κι ορίστηκα σε έβγαλα και από την ψυχή μου.
-Έπαψα να παρασέρνομαι σε αναμνήσεις , δάκρυα και όνειρα,
μην υποτροπιάσω και δεν αναδυθώ
και μείνω βυθισμένη στο παράλογο. .- #
ΖΥΓΕ ΜΟΥ
Γλυκοχάραξε…
Εσύ ,
κάτω από τα σεντόνια του ζυγού
κι εγώ σε σκιτσάρω
στις πλανητικές όψεις της Αφροδίτης.
Άσε την ηδονή να κατασκευάσει τα ανάκτορα
των ψυχών μας .
Προμηθέα της αρμονίας ,
της αισθητικής
και της τελειότητας .
Στα μισά του Σεπτέμβρη μου
και στα μισά του Οκτώβρη μου,
σάπια φύλλα ,διάσπαρτα ,
στο μονοπάτι μου.
Φυσά , αγέρα ,φυσά με δύναμη ,
να φύγουν, να χαθούν.
Ν΄ ανοίξει το μονοπάτι μου
για να σε πλησιάσω,
με συναίσθημα, αγάπη και στοργή.
Κάπου εκεί ανάμεσα στον Ουρανό
και το κύμα της θάλασσας.
Εκεί ,
στην ένωση ,
χωρίς ευνουχισμούς .
Ζυγέ μου,
με παγίδεψες ,με ξελόγιασες ,
στο γλυκοχάραμα,
σε ότι λάτρεψα,
σε ότι πίστεψα .
Σ΄ εσένα !!!
ΚΑΙ ΣΥ ΠΑΘΟΣ
Ω! …
Και συ πάθος …
Δε καταλαγιάζεις.
Δε καταλαγιάζεις και με κυβερνάς ,
ψυχήτε και σώματι.
Παραμορφώνεις τα όνειρα μου
και τα μετατρέπεις σε ελπιδοφόρα.
Διαπερνάς το κορμί μου
και το διεγείρεις.
Ω!...
Και συ πάθος…
Δε καταστέλλεσαι.
Δε καταστέλλεσαι και με λαξεύεις,
σα μάρμαρο παγερό και σα ξύλο καμένο .
Κουρνιάζεις κάτω από την παραζάλη
και δαπανάς ζωές.
Καραδοκείς ασάλευτος πίσω από επιθυμίες
και μετατρέπεις τη γαληνή σε αγωνιά.
Ω!...
Και συ πάθος…
Δε δεσμεύεσαι.
Δε δεσμεύεσαι και με ταράζεις,
σα τη γη που σείεται και σα πλημμυρίδα που με πνίγεις.
Και έρχομαι κι αναρωτιέμαι πόθε!
Πόσες ψυχές μειναν΄ απόρθητες;
Πόσες;
Ω! Και συ πάθος!
ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΟ ΦΥΛΑΧΤΟ
Σ ΄ έκρυψα στα βάθη της ψυχής μου
σα διαμαντένιο φυλαχτό,
να μη σε βρει κανείς.
Περπάτησα με ισορροπία ,
πάνω στην αχτίδα του ήλιου σου,
με τρεμάμενη ψυχή.
Ήσουν τ΄ αεράκι της μοίρας ,
που μ΄ αποπλάνησε
σ΄ ένα γλυκό χθες .
Σα στοιχειό καλοσυνάτο ,
που δεν φοβάσαι το φως ,
θα κανείς το φυλαχτό μου να λάμπει
όσο ζω.
Θα με περνά απέναντι
από γεφύρια
που δεν τα ΄φτιαξαν μαστόροι.
Θα μου δείχνει το μονοπάτι της
της καλοσύνης .
Θα σφυροκοπά τους δαίμονες
που θα θέλουν να με καταστρέψουν.
Ολόγιομο από λάμψη ,
θα με οδεύει στον κόσμο της παρηγοριάς
και θα σβήνει με το φως του
κάθε λύπη και πίκρα.
Γιατί ,
ήσουν ,είσαι και θα είσαι
το διαμαντένιο φυλαχτό μου.
Εσύ!...
ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
« Διεκδίκησες ποτέ το δικαίωμα σου να υπάρχεις
ή το θεωρείς δεδομένο;»
Πάταξαν τις ιερές δυνάμεις των σκέψεων,
των συλλογισμών
και των ιδεών,
ρισκάρισαν τον νου τους ,
ενδώσανε στο πνεύμα τους
και ελευθέρωσαν τις ψυχές τους ,
από τα ξωτικά του σκότους.
Ψυχές αδέσμευτες στο χρόνο,
έρημες και μονάχες,
αλησμόνητες,
που ξεπέρασαν τα όρια,
που παραβίασαν όλους τους κανόνες.
Ψυχές που οραματίσθηκαν και προφήτεψαν,
που δεν σώπασαν και που τριγυρνούν αδέσποτες.
Ψυχές άρρωστες ,
διαταραγμένες,
ανώνυμες ,
που περιφρονήθηκαν,
που δεν υποτάχθηκαν και απορρίφθηκαν.
Ψυχές που βασανίστηκαν ,
που δεν δέχτηκαν καθοδήγηση και δεν γυρέψανε σωτήρες.
Ψυχές που πικράθηκαν και δεν υποκύψανε σε διαταγές,
που αντιστάθηκαν στη βία και στους εκβιασμούς.
Ψυχές που δεν ναρκώθηκαν,
στα δήθεν.
Ψυχές που δεν αναπαύτηκαν .
Ψυχές,
που διεκδίκησαν το δικαίωμα τους να υπάρχουν
και γι΄ αυτό τις απελάσανε στο απέραντο σύμπαν .
Αυτές είναι λοιπόν .
Αυτές.
«ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ»